ἄλυσιν

ἄλυσιν
ἄλυς
agitation
fem dat pl
ἄλυσις
distress
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἅλυσιν — Ἅλυς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅλυσιν — ἅλυσις chain fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίκειμαι — ΝΑ [κείμαι] είμαι τοποθετημένος γύρω από κάτι, περιβάλλω κάτι από παντού, βρίσκομαι γύρω από κάτι αρχ. 1. φέρω κάτι γύρω στο σώμα μου, ντύνομαι, φορώ 2. μτφ. ενυπάρχω σε κάτι, έχω προσαφθεί σε κάτι 3. (η μτχ. εν. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”